αίγα

αίγα
(aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του σώματός τους είναι γύρω στα 2-3 εκ. ενώ οι κεραίες τους βρίσκονται στα άκρα του μετώπου. Μερικά από τα πόδια τους καταλήγουν σε αγκιστρωτά νύχια. Πιο γνωστά είδη είναι: η α. η τριόδους που παρασιτεί επάνω στο ψάρι γάδος ο καλλαρίας και βρίσκεται συχνά στο Αιγαίο πέλαγος, η α. η δίτροπος και η α. η ψώρα. 2. Τα έντομα είναι κολεόπτερα της οικογένειας των λουκανιδών. Ζουν κυρίως σε χώρες της Ασίας (Βιετνάμ, νησιά της Ιαπωνίας κ.ά.) και τρέφονται βασικά με τους χυμούς διαφόρων φυτών.
* * *
η (Α αἴξ-αἰγός, ο, η)
γίδα, κατσίκα
αρχ.
1. υδρόβιο πτηνό, πιθ. τής οικογένειας τών χηνών
2. διάπυρος αερόλιθος, μετέωρο
3. «αἴξ ἄγριος», ο αίγαγρος*
4. στη Μυκηναϊκή η λ. δεν απαντά σε κείμενα, παρά μόνο ως ιδεόγραμμα για να συμβολίσει το κατσίκι. Μόνο σε μια πινακίδα τής Κνωσού υπάρχει το συλλαβόγραμμα ΑΙ, συντομογραφία ίσως τής λ. αἴξ. Η χρήση όμως τής λ. με αυτή τη σημασία επιβεβαιώνεται από τα παράγωγα επίθ. αἶζος και το συνθ. αἰγιπάστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἴξ(αἰγ-ὸς) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *aiĝ- που σήμαινε την «αίγα, κατσίκα». Από την ίδια ρίζα παράγονται το αρμενικό ayc και το αβεστικό izaēna (αρχικά «το πόδι τής κατσίκας»). Ακόμη οι λ. αυτές πρέπει να συνδέονται με τους ορούς aja- «τράγος» και ajā, «αίγα» τής αρχαίας ινδικής, που με τη σειρά τους σχετίζονται μ' ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ζώου. το πηδηχτό βήμα του. Αναπόδεικτη παραμένει η υπόθεση τού Specht πως ο όρος αποτελεί δάνειο τών Ινδοευρωπαίων από τον χώρο τής Βαλκανικής χερσονήσου. Η λ. στην Ελληνική χρησιμοποιήθηκε πολύ νωρίς και σε μεγάλη έκταση. Ήδη στα Μυκηναϊκά πρέπει να ήταν γνωστή η λ., που σώζεται στο σύνθετο αἰγιπάστας (ai-ki-pa-ta). «ο γιδοβοσκός». Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται με δύο τύπους, αἰγ(ι)- και, σε νεώτερους χρόνους, αἰγο-: αἰπόλος (< *αιγπόλος) «γιδοβοσκός», αἰγί-βοτος, αἰγί-βάτης, αἰγι-πόδης, αἰγί-πλαγκτος, αἰγί-λιψ κ.λπ. αἰγο-βοσκός, αἰγο-βάτης, αἰγό-κερως, αἰγο-πρόσωπος κ.ά. Ως προς το «αἶγες
κύματα», τού Ησυχίου (πρβλ. και Αρτεμίδωρος 2, 12: «καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγας ἐν τῇ συνηθείᾳ λέγομεν») είτε αποτελεί τολμηρή παρομοίωση τών θαλασσίων κυμάτων προς το χαρακτηριστικό πήδημα τών αιγών είτε, πιθανότερα, έχει διαφορετική ετυμολ. προέλευση, αναγόμενο στην ΙΕ ρίζα aiĝ-(ομόηχη προς τη ρίζα απ' όπου παράγεται η αἴγα) που σήμαινε «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. αἰγανέη*, Αἰγαῖος, αἰγιαλός, αρχαίο ινδικό ejati «κινούμαι» κ.ά.). Στη Ν. Ελληνική η λ. διατηρήθηκε αυτούσια με τον ήδη μεσαιωνικό τύπο αίγα, που χρησιμοποιείται ευρύτερα στα νεοελλ. ιδιώματα (αία, αίγια, αιγιά, γαίγα). Στην Κοινή Νεοελληνική η λ. υποκαταστάθηκε στη χρήση από την ξενικής προελεύσεως λ. κατσίκα (από αλβαν. kats ή τουρκ. keҫi).
ΠΑΡ. αρχ. αἴγεος, αἰγίδιον, αἴγιλος, αἰπόλος
νεοελλ.
αιγοειδής, αιγήσιος.
ΣΥΝΘ. αιγοβοσκός, αιγόκερας, αιγόκερως
αρχ.
αἰγελάτης, αἰγιβάτης, αἰγοπόδης, αἰγόπυρος, αἰγοκέφαλος, αἰγόλεθρος
μσν.
αἰγίβοσκος, αἰγίκνημος
νεοελλ.
αιγόδερμα, αιγόδερμος, αιγόθριξ, αιγόμαλλο, αιγόμανδρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αἴγα — Αἴγᾱ , Αἴγη fem nom/voc/acc dual Αἴγᾱ , Αἴγη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶγα — αἴξ goat masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες …   Dictionary of Greek

  • Αἰγάς — Αἰγά̱ς , Αἰγαί fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶγ' — αἶγα , αἴξ goat masc/fem acc sg αἶγε , αἴξ goat masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίγειος — αἴγειος, εία, ειον (Α) (επικ. εκτεταμ. τ. αντί τού αἴγεος) 1. αυτός που ανήκει στην αίγα ή προέρχεται από αίγα, γιδίσιος, κατσικίσιος 2. ο κατασκευασμένος από δέρμα κατσίκας, από γιδοτόμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + επίθημα ειος. ΣΥΝΘ. μσν. αἴγειο… …   Dictionary of Greek

  • αιγάκι — το [αίγα] μικρή αίγα, κατσικάκι …   Dictionary of Greek

  • αιγοειδής — ές αυτός που μοιάζει με αίγα, που έχει τη μορφή κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγα + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”